Δάφνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνον — Δάφνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνου — Δάφνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνων — Δάφνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνῳ — Δάφνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδαφνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά τη δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δαφνος (< δάφνη), πρβλ. πολύ δαφνος] … Dictionary of Greek
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek